- φλεγέθοντος
- φλεγέθωscorchpres part act masc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πρηστήρ — ῆρος, ὁ, Α 1. θύελλα συνοδευόμενη από κεραυνούς, ορμητικός ανεμοστρόβιλος που μοιάζει με τυφώνα («πρηστήρων ἀνέμων τε κεραυνοῡ τε φλεγέθοντος», Ησίοδ.) 2. στον πληθ. οἱ πρηστῆρες α) ζεύγος φυσητήρων, τα φυσερά τών σιδηρουργών β) οι φλέβες τού… … Dictionary of Greek
φλεγέθω — Α (ποιητ. τ.) 1. (μτβ.) καταφλέγω> κατακαίω («πῦρ πόλιν φλεγέθει», Ομ. Ιλ.) 2. (αμτβ.) α) φλέγομαι, καίγομαι («πυρσοί τε φλεγέθουσι», Ομ. Ιλ.) β) (κυριολ. και μτφ.) λάμπω, αστράφτω (α. «κεραυνοῦ τε φλεγέθοντος», Ησίοδ. β. «Διὸς ἵμερος... παντᾶ … Dictionary of Greek